- λυσσομάνημα
- το , λυσσομάνία η1) бешенство, ярость; 2) перен. безумная страсть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λυσσομάνημα — το [λυσσομανώ] προσβολή από τη νόσο λύσσα ή από μανιώδη κατάσταση … Dictionary of Greek
λυσσομανία — η (Α λυσσομανία) [λυσσομανής] προσβολή από μανιώδη κατάσταση, λυσσομάνημα … Dictionary of Greek